Λυκόρτα

Λυκόρτα
Λυκόρτᾱ , Λυκόρτης
masc nom/voc/acc dual (doric)
Λυκόρτᾱ , Λυκόρτης
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λυκόρτᾳ — Λυκόρτᾱͅ , Λυκόρτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκόρτας — Λυκόρτᾱς , Λυκόρτης masc acc pl (doric) Λυκόρτᾱς , Λυκόρτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυκόρταν — Λυκόρτᾱν , Λυκόρτης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • ουτοπισμός — ο ουτοπική ιδέα ή θεωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουτοπία + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ.Α. Λυκόρτα] …   Dictionary of Greek

  • πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • ωθητικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ώθηση, ο ικανός ή κατάλληλος για ώθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Α. Λυκόρτα] …   Dictionary of Greek

  • Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”